Καταστροφές και θρίαμβοι. Οι επτά κύκλοι της σύγχρονης ελληνικής Iστορίας
Εκδόσεις Παπαδόπουλος, τρίτη αναθεωρημένη έκδοση, 2016, Αθήνα, σελ. 327, τιμή 15 ευρώ

Το βιβλίο του Στάθη Καλύβα γράφτηκε στα αγγλικά, και ο τίτλος του στο πρωτότυπο είναι «Modern Greece: What everyone needs to know». Είναι δηλαδή, ένας σχετικά σύντομος οδηγός για ένα κοινό που δεν γνωρίζει την Ελλάδα, και θέλει να μάθει βασικά πράγματα σχετικά με την πρόσφατη ιστορία της χώρας. Ο συγγραφέας απαντά σε 77 ερωτήσεις που καλύπτουν τη σύγχρονη ελληνική ιστορία σε 327 σελίδες. Οι ερωταπαντήσεις ξεκινούν από την επανάσταση του ‘21, και φτάνουν στο σήμερα.

Το βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Νίκο Ρούσσο, με επιμέλεια του συγγραφέα. Ο πυκνός και καθαρός του λόγος δίνει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι διαβάζει το πρωτότυπο, όχι τη μετάφραση. Ο δραματικός ελληνικός τίτλος «Καταστροφές και Θρίαμβοι», απευθύνεται στο εγχώριο κοινό, παραπέμποντας σε μια βαθύτερη ανάλυση των γεγονότων. Υποτίθεται πως οι Έλληνες δεν χρειάζονται οδηγό για την ιστορία τους. Εμείς τουλάχιστον γνωρίζουμε τα στοιχειώδη: Ποιοι και γιατί εξεγέρθηκαν το 1821; Τι προκάλεσε το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967; Πού στράβωσε το μνημόνιο;

Κι όμως, αν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε τις ερωτήσεις ενός αμύητου συνομιλητή, θα αντιληφθούμε τα όρια της γνώσης μας. Έχουμε μία πολύ γενική ιδέα για όσα έχουν συμβεί, μονοδιάστατη, και συναισθηματικά φορτισμένη. Το ‘21 ήταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, το ‘67 οι Αμερικάνοι, και το ‘11 η Μέρκελ. Στην αφήγησή μας, τα κρίσιμα και δύσκολα είναι τα «επιμέρους». Κυρίαρχοι είναι οι δραματικοί χαρακτήρες ή οι σκοτεινοί παράγοντες. Σύμφωνα με την επικρατούσα συλλογική αφήγηση, θρίαμβοι και καταστροφές οφείλονται, οι μεν πρώτοι στους Έλληνες, οι δεύτερες στους ξένους και τους αφελείς ή κακόβουλους συνεργάτες τους στο εσωτερικό. Ο Καλύβας προσπαθεί να εξηγήσει τι έχει συμβεί πέρα από αυτό το δίπολο.

Ειδικά στην περίπτωση της κρίσης, του έβδομου στη σειρά κύκλου καταστροφής-θριάμβου, ο συγγραφέας δίνει την πιο συγκροτημένη, αναλυτική και καθαρή παρουσίαση που έχω διαβάσει μέχρι σήμερα. Επειδή ακριβώς είναι πολύ δύσκολο να βρούμε συγκεντρωμένη την πληροφορία, οι περισσότεροι έχουμε μικρά ή μεγάλα κενά γνώσης. Επίσης, ίσως γιατί η προσδοκία όλων ήταν ότι η κρίση θα ήταν πρόσκαιρη, δυσκολευόμαστε να συλλάβουμε ότι έχουμε πια διανύσει σχεδόν μία δεκαετία, και επομένως το φαινόμενο, έτσι κι αλλιώς πολύπλοκο, πέρασε από πολλές και διαφορετικές φάσεις οι οποίες το διαμόρφωσαν.

Έξι συν ένας κύκλοι
Στο βιβλίο περιγράφονται ακόμη έξι κύκλοι καταστροφών και θριάμβων της ελληνικής ιστορίας. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι ο απολογισμός της χώρας είναι θετικός, γεγονός που «διαφοροποιεί την Ελλάδα από πολλά σύγχρονα εκσυγχρονιστικά πειράματα του μετα-αποικιακού κόσμου». Ο δε ξένος παράγοντας μπορεί να υπήρξε και τα δύο: επιζήμιος για τα εθνικά συμφέροντα αλλά, κυρίως, καταλυτικός για την πρόοδο της χώρας.

Οι επιτυχίες μας δεν σημειώθηκαν σε πείσμα της Ευρώπης, αλλά αντιθέτως με τη συνδρομή της, όταν δυναμικές εγχώριες ηγεσίες συνέδεσαν τα μεγάλα στοιχήματα της Ελλάδας μαζί της. Και το έκαναν, παρά τη βαθιά και κορυφούμενη μαζί με τις κρίσεις εσωτερική δυσπιστία απέναντι στις εθνικές δυνατότητες της χώρας και τις προθέσεις των δυτικών μας συμμάχων.

Είναι λίγο μακρύ το παρακάτω απόσπασμα, αλλά ίσως αποτελεί ουσιαστικά τον πυρήνα του βιβλίου:

«Ποιος μπορούσε να φανταστεί το 1820 ότι θα αναδυόταν ένα σύγχρονο ελληνικό κράτος μέσα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία; Ποιος μπορούσε να φανταστεί στα μέσα της δεκαετίας του 1840 ότι θα δημιουργούνταν σ’ αυτό το μάλλον αφιλόξενο περιβάλλον ένα κράτος ευρωπαϊκού τύπου και ένα συνεκτικό έθνος; Ποιος μπορούσε να φανταστεί μετά την πτώχευση και την ταπεινωτική ήττα του 1897 πως η Ελλάδα θα ανέκαμπτε και θα θριάμβευε μέσα σε μόλις 15 χρόνια; Ποιος μπορούσε να φανταστεί στο μέσο της Μικρασιατικής Καταστροφής, πως η χώρα θα κατάφερνε να ενσωματώσει με επιτυχία τα κύματα των κατεστραμμένων προσφύγων; Ποιος μπορούσε να φανταστεί στα τέλη της δεκαετίας του 1940 πως η ρημαγμένη από τους πολέμους Ελλάδα θα ξέφευγε από τη φτώχεια και θα πετύχαινε ένα επίπεδο ευημερίας πέρα από κάθε φαντασία; Τέλος, ποιος άραγε θα φανταζόταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ότι η Ελλάδα θα μεταμορφωνόταν σε μία σταθερή φιλελεύθερη δημοκρατία; Με το ίδιο σκεπτικό, πόσοι άραγε πιστεύουν σήμερα ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει μια πετυχημένη και παραγωγική ευρωπαϊκή οικονομία; Η απάντηση παραμένει σταθερά η ίδια: ελάχιστοι».

Η αισιοδοξία
Ο έβδομος κύκλος παραμένει ανοιχτός, και εδώ το βιβλίο αγγίζει ένα πολύ μεγάλο και βαθύ χαρακτηριστικό της δημόσιας συζήτησης στη διάρκεια της κρίσης: την αισιοδοξία, ειδικά σε εποχές που ελάχιστοι πιστεύουν ότι συντρέχουν λόγοι για να αισιοδοξεί κανείς.

Γύρω από αυτόν τον τρόπο ανάγνωσης της πραγματικότητας, η Ελλάδα σήμερα διχάζεται. Η αισιοδοξία δεν αφορά μόνο τις ηγεσίες που περιγράφει ο Καλύβας, αλλά και τις κοινωνικές ομάδες που συνασπίζονται γύρω τους, υιοθετώντας τη θετική τους αφήγηση. Ένα κομμάτι της κοινωνίας ταυτίζεται με τους στόχους των ελίτ, χωρίς υποχρεωτικά να ανήκει σε αυτές. Στην περίπτωση της κρίσης, πιστεύει πράγματι ότι το μνημόνιο είναι λύση, και εμπιστεύεται την πολιτική τάξη της χώρας για να το φέρει εις πέρας.

Η αφήγηση αυτή προβάλλει ως θετικό τον απολογισμό και της σύγχρονης Ελλάδας. Οι καλές μέρες της χώρας δεν ανήκουν μόνο σε μία μακρινή περίοδο, χρονικά απροσδιόριστη και αποσυνδεδεμένη από τις ενέργειες της πολιτικής τάξης. Αντιθέτως, όσοι υιοθετούν αυτή την αισιόδοξη σκοπιά για τη χώρα μας, μιλάνε, για παράδειγμα, υπέρ του Σημίτη και την ένταξη στο ευρώ ή υπερασπίζονται την ανάκαμψη της οικονομίας επί Σαμαρά-Βενιζέλου.

Ο λόγος αυτός, επειδή ακριβώς υποστηρίζει το σύστημα σε μία εποχή γενικευμένου αντισυστημισμού, είναι αιρετικός. Στο καλό σενάριο εκλαμβάνεται ως απλώς ανεδαφικός. Ο όρος «Φιλελέδες» ή «Μένουμευρωπαίοι», δεν είναι κατά βάση ένας επιθετικός όρος, αλλά περιπαικτικός. Η αισιοδοξία θεωρείται έλλειψη σύνδεσης με την πραγματικότητα. Αν στην Ελλάδα υποστηρίξεις ότι τα πράγματα βελτιώνονται, αυτομάτως θεωρείσαι αιθεροβάμων, κάτοικος εξωτερικού ή άλλου πλανήτη.

Στην πιο επιθετική του εκδοχή, ο όρος«φιλελές» περιγράφει έναν ελιτιστή που δεν έχει βιώσει τον πόνο του βιοπαλαιστή, γι’αυτό και δεν τον καταλαβαίνει. Ακόμη χειρότερα, του ζητάει από πάνω και τα ρέστα, θεωρώντας υπεύθυνο για την κρίση τον «απλό λαό». Οι Μένουμευρωπαίοι, όταν ακούνε για τις δυσκολίες του κοσμάκη, μένουν ατάραχοι και μοιράζουν μεταρρυθμίσεις σαν να ήταν πεντεσπάνι.

Ο όρος σταδιακά φορτίζεται, και φτάνει στην πιο άγρια εκδοχή του, αυτή του γερμανοτσολιά. Εφόσον οι φιλελέδες θεωρούν ότι το 2014 είχε βρεθεί λύση, αυτομάτως εγκρίνουν, χωρίς ενστάσεις, και τη μέθοδο, και επομένως τον βασανισμό των Ελλήνων από τους «γκαουλάιτερ».

Η αναλογία έξι προς δέκα του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος δεν είναι απλά το αποτέλεσμα μίας αναμέτρησης. Αντιθέτως, την έχουν βιώσει στις συναναστροφές τους, όσοι άρθρωσαν θετικό λόγο για τη σύγχρονη Ελλάδα και τις επιλογές της. Αν είναι τυχεροί, απλώς θα τους δουλέψουν για την αφέλεια τους. Αν το πράγμα σοβαρέψει, θα ακούσουν μία-δύο χοντράδες για τον ελιτισμό τους. Αν στο τραπέζι είναι και κάποιος εξαγριωμένος, τότε η συζήτηση θα εκτροχιαστεί. Ο ακραία επιθετικός λόγος στη Βουλή ή την τηλεόραση αντανακλά τον διχασμό της κοινωνίας. Δεν μας επιβάλλουν οι πολιτικοί τη ρητορική τους, αλλά βιώνουν και οι ίδιοι το διχαστικό κλίμα, και οι πιο ανεύθυνοι από αυτούς το ενισχύουν, προκειμένου να γίνουν κολαούζοι του πλειοψηφικού ρεύματος.

Η σύγκρουση
Είναι πολύ μικρό το βιβλίο για να χωρέσει τον πολύπλοκο τρόπο που οι κρίσεις βιώθηκαν από την ελληνική κοινωνία και τις πολιτικές της ηγεσίες μέσα στον χρόνο. Χρειάζονται περισσότερες σελίδες, και μία προσέγγιση άλλου είδους, για να μάθουμε τι ένιωθε και έλεγε ο κόσμος, ποιες ήταν οι κυρίαρχες αφηγήσεις, οι διχασμοί μέσα στις κοινωνικές ομάδες, τις οικογένειες.

Παρόλα αυτά, ως οι πρωταγωνιστές του έβδομου κύκλου, διαβάζοντας την ιστορία του Καλύβα, νιώθουμε ότι παραλάβαμε και συνεχίζουμε μία αφήγηση αδιάκοπη από την ίδρυση του κράτους μας μέχρι σήμερα. Όπως λέει ο συγγραφέας: «η ιστορική πορεία της σύγχρονης Ελλάδας χαρακτηρίζεται από την παρουσία και δράση φιλόδοξων και κοσμοπολίτικων ηγετικών ομάδων που άρθρωναν και προέβαιναν σε μεγαλεπήβολα εκσυγχρονιστικά επιχειρήματα, τα οποία αργά ή γρήγορα συγκρούονταν με την πραγματικότητα, θέτοντας σε δοκιμασία τους ανθρώπινους και υλικούς πόρους της χώρας».

Διαβάζοντας κανείς αυτές τις γραμμές, νιώθει ότι όπως ακριβώς η παγκόσμια οικονομική κρίση μας βρήκε ανέτοιμους για τους δικούς μας λόγους, έτσι και η στοχοποίηση των πολιτικών ελίτ στη δύση, έχουν χτυπήσει πολύ ευαίσθητες χορδές στην Ελλάδα. Έφεραν δηλαδή στο προσκήνιο μία σύγκρουση η οποία, παρά τις μεταλλάξεις της κοινωνίας μας, ουσιαστικά δεν μας έχει αφήσει από τη στιγμή που ιδρύσαμε το κράτος μας.
Αρχική δημοσίευση: Ηπειρωτικός Αγών

Books

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΕΛΕΔΕΣ

Image

Ο Μπρους Σπρίνγκστιν λέει ότι μεγάλωσε ακούγοντας δύο φωνές μέσα του. Η μία του έλεγε ότι είναι άχρηστος, η άλλη πως είναι ο επόμενος μετά τον Χριστό. Η πρώτη φωνή ήταν του πατέρα του, η δεύτερη της μητέρας του. Εκείνος τις πίστεψε και τις δύο, και από τότε η ζωή του είναι μία μάχη ανάμεσα σε αυτές τις δύο προσλήψεις του εαυτού του. Οι δύο φωνές υπάρχουν μέσα σε κάθε άνθρωπο, και εξαρτάται από τον ίδιο και τις συνθήκες στις οποίες ζει αν θα τις ακούσει, ποια από τις δύο θα καθορίσει τη ζωή του, και σε ποιο βαθμό.

Κάποιοι έλληνες άντρες, για παράδειγμα, ακούνε μόνο μία φωνή, της μητέρας τους, η οποία τους συμπεριφέρεται σαν να είναι ο Μεσσίας. Ο έλληνας γιος είναι εξ ορισμού ο εκλεκτός και γι’ αυτό του αξίζουν τα καλύτερα. Μέσα στο σπίτι είναι το παιδί. Χωρίς όνομα. Έχει ιδιοκτησιακή αντίληψη για πρόσωπα και πράγματα, την καλή μερίδα στο τραπέζι, την προσοχή στραμμένη επάνω του. Όταν κάνει τα στοιχειώδη, αυτά εκθειάζονται ως ανδραγαθήματα, τα παραπτώματα του είναι ήσσονος σημασίας, συγχωρητέα. Ο ίδιος δεν υπόκειται στους κανόνες της πραγματικής ζωής, ούτε υφίσταται τις συνέπειες τους. Έτσι, η ενηλικίωση δεν έρχεται ποτέ. Ο συνάδελφος του Σπρίνγκστιν, Τζον Πράιν, το λέει ωραία σε έναν στίχο του, όταν περιγράφει το παράπονο μίας συζύγου για τον άντρα της: «My old man is another child who’s grown old».

Γι’ αυτό και στη χώρα μας κυκλοφορούν αβέρτα άντρες-παιδιά που δεν έχουν ενηλικιωθεί. Η ιδιοκτησιακή τους αντίληψη μεταφέρεται στη δημόσια σφαίρα. Όλα μυρίζουν το πάπλωμα της μαμάς και τη μεγάλη της καρδιά. Η πρόσβαση πρέπει να είναι παντού απρόσκοπτη, χωρίς απρόσκλητους ενδιάμεσους. Δεν καταλαβαίνουν γιατί υπάρχουν άλλοι μπροστά τους στην ουρά. Νομίζουν ότι όταν φτάσουν τελικά στο γκισέ θα βρουν τη μαμά τους για να τους εξυπηρετήσει και να παραβλέψει μερικά από τα δικαιολογητικά που δεν έφεραν μαζί τους. Κόρνες στα φανάρια, αυτοκίνητα πάνω στα πεζοδρόμια. Ο τροχονόμος να μην κάνει έτσι, δεν θα ξαναγίνει, ήταν επείγον. Μετά διπλοπαρκάρουν πάλι, αφού τα λόγια και οι πράξεις τους αναιρούνται διαρκώς. Ναι στο σύμφωνο συμβίωσης, μην κολλήσουμε ομοφυλοφιλία, ζήτω το σύμφωνο ξανά. Οι τύποι αυτοί είναι παραφουσκωμένοι με το ακαταλόγιστο και μία αυτοπεποίθηση που θα θαύμαζε ακόμη και ο Ομπάμα. Η μοναδική πηγή όμως, από την οποία αντλούν τη δύναμη τους είναι η μητέρα τους. Δεν έχουν δοκιμαστεί απέναντι στην κρίση κανενός άλλου. Δεν έχουν ακούσει ποτέ τη φωνή που τους περιγράφει ως άχρηστους προκειμένου να αγωνιστούν για να τη διαψεύσουν. Λειτουργούν μόνο στο ασφαλές περιβάλλον της διαρκούς τους επιβεβαίωσης. Χριστοί μεν, αλλά χωρίς να έχουν ξεμυτίσει από τη φάτνη.

Σύμβολο του παιδιού-άντρα αποτελεί ο Αλέξης Τσίπρας. Γι’ αυτό και μας είναι συμπαθής. Είναι εμείς, το παιδί της διπλανής πόρτας, ο είπας-ξείπας με την καλή την πρόθεση που το έμπλεξαν οι κακές παρέες, ο Βαρουφάκης στην οικονομία, ο Κοτζιάς στο κυπριακό. Ράγισαν καρδιές όταν η μητέρα του, είπε ότι ο Αλέξης πιέζεται πολύ. Ήταν σαν μέσα από τη φωνή της να αντηχούσε η αγωνία κάθε ελληνίδας μάνας. Το παιδί πιέζεται χωρίς να φταίει: στις πανελλήνιες, στη σχέση του, στη δουλειά.

Στην πραγματικότητα, η μοναδική φορά που πιέστηκε ο Αλέξης Τσίπρας είναι όταν διαπραγματεύτηκε έχοντας απέναντι του όχι τη μητέρα του, αλλά τη Μέρκελ. Τότε ήταν που άκουσε τη δεύτερη φωνή, αυτή που μας περιγράφει συλλογικά ως τους παρίες και την οποία πρέπει να διαψεύσουμε. Ο Αλέξης Τσίπρας έφτασε 40 χρονών για να φύγει από το προστατευμένο περιβάλλον της ελληνικής οικογένειας (ίδιο κόμμα και επάγγελμα με τον μπαμπά, σπουδές στο πόδι, δίπλα από το σπίτι) και να πάει στην Ευρώπη. Εκεί του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι γιατί κατάλαβε ότι υπάρχει εντός μας και άλλη φωνή, σε άλλη γλώσσα από αυτή στην οποία μάθαμε να μας κανακεύουν. Είναι μία γλώσσα που ο πρωθυπουργός δεν μιλάει και πρέπει να την μάθει. Αυτή που κλονίζει τις σιγουριές σου και σε κάνει να συνειδητοποιείς πως όταν σου μιλάει ο Κλίντον δεν θα ακούσεις ελληνικά, επειδή οι νόμοι της ζωής δεν σε πιάνουν. Αντιθέτως, ο έξω κόσμος είναι ο πύργος της Βαβέλ, δεν σε ξέρει κανείς, και πρέπει να βρεις τις λέξεις για να συστηθείς με το πραγματικό σου όνομα, από την αρχή. Θα πρέπει να ήταν τόσο τραυματική η εμπειρία με τον Κλίντον, ώστε όταν εμφανίστηκε ο Ομπάμα, ο Τσίπρας αναζήτησε καταφύγιο στο ύφος του δήθεν αποτραβηγμένου από τα εγκόσμια, ενώ στην πραγματικότητα είχε κόψει πέρα από τον τρόμο του. Τώρα ξέρει ότι η φωνή θα τον συντροφεύει παντού γιατί παλεύει με την ενηλικίωση του. Αντί να σπάμε πλάκα μαζί του, ας ακούσουμε τις δικές μας εσωτερικές φωνές, και ας αναρωτηθούμε πώς και διαλέξαμε να μας κυβερνά ένα παιδί-άντρας.

Culture

Το παιδι-αντρας

Image

Λίγες ώρες μετά τον θάνατο του Φιντέλ Κάστρο, ο Τζάστιν Τριντό, (αυτός που βλέπουμε σε fb ενσταντανέ να κάνει κάμψεις με το ένα χέρι, εξηγώντας παράλληλα τα βασικά της κβαντικής φυσικής), ο πολιτικός-σύμβολο για τους απανταχού κεντρώους φιλελεύθερους, αναφέρθηκε στον κουβανό ηγέτη ως “έναν θρύλο που υπηρέτησε το λαό του”. O Γκάρντιαν, εφημερίδα που κατεξοχήν υπερασπίζεται τα δικαιώματα των αδύναμων του πλανήτη, στη νεκρολογία της, περιέγραψε τον Κάστρο “ως ευγενή, παρά αιμοσταγή δικτάτορα”. Στην Ελλάδα, η Άννα Διαμαντοπούλου, το επιφανέστερο πολιτικό θύμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (η κατά γενική ομολογία θετική της μεταρρύθμιση στη παιδεία ανατράπηκε με συνοπτικές διαδικασίες), ευχήθηκε στον Φιντέλ καλό ταξίδι μαζί με τα “υπέροχα ψέμματα της νιότης της”. Ακόμη και ο Προκόπης Παυλόπουλος, ανέκτησε τον επαναστατικό του οίστρο. Πριν λίγες μέρες ζητούσε από τον Ομπάμα με τη γνωστή ελληνική μεμψιμοιρία, πάντοτε εξαγνισμένη, εφόσον συνοδεύεται από στίχους μεγάλων ποιητών, να μη λησμονεί τη χώρα μας (με εξαίρεση, φαντάζομαι, όσα συνέβησαν την περίοδο 2007-09). Προχθές, ο ΠτΔ αναγνώρισε τον Κάστρο ως διακεκριμένο επαναστάτη του 20ου αιώνα.

Διάβασα ένα κείμενο του Αριστείδη Χατζή στο οποίο ο αρθρογράφος κάνει τον Κάστρο τρεις παράδες και τον τοποθετεί “στην πινακοθήκη των τεράτων του 20ου αιώνα“. Το κείμενο του Χατζή δεν απαντά σε μία ερώτηση. Ακόμη και αν ταυτίσουμε τον Κάστρο με τον Χίτλερ, ο πρώτος δεν παύει να είναι συμπαθής ανάμεσα σε ανθρώπους που διαπιστωμένα μισούν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Κάποιοι, ίσως επικαλεστούν το κλασικό επιχείρημα περί της ιδεολογικής ηγεμονίας της ελληνικής αριστεράς από το ‘74 και μετά. Πως δηλαδή, μόνο στη δική μας χώρα, η αριστερά έχει το περίφημο ηθικό πλεονέκτημα. Ούτε όμως ο Τριντό, ούτε ο Γκάρντιαν πάσχουν από ελληνικά μεταπολιτευτικά σύνδρομα. Για να θέσουμε αλλιώς το ερώτημα, γιατί ο κόσμος κυκλοφορεί με μπλούζες του Τσε Γκε Βάρα και όχι του Γκέμπελς; Γιατί το όνομα Ερνέστο είναι εντάξει για ένα παιδί στο νηπιαγωγείο, όχι όμως και το Αδόλφος; Γιατί ο Κάστρο, και όχι ο Πινοσέτ, έπιασε φιλίες με τον Μαραντόνα και τον Μάρκες; Η απάντηση βρίσκεται στην αρχική πρόθεση της αριστεράς. Το κίνητρο τους δεν είναι να επιτεθούν σε μετανάστες, αλλά να δώσουν φαγητό, βιβλία και νοσοκομειακή περίθαλψη στους φτωχούς. Αυτή η πρόθεση διαφοροποιεί όχι μόνο δικτάτορες, αλλά και σύγχρονους πολιτικούς που προσπαθούν να κερδίσουν εκλογές: τον Σάντερς από τον Τραμπ, τον Τσίπρα από τον Φάραζ. Το να λέμε ότι είναι ίδιοι, απλά δεν πείθει ως επιχείρημα. Μένει φυσικά το ερώτημα αν η πρόθεση αθωώνει τα μέσα ή φέρνει τελικά αποτέλεσμα.

Υπάρχει ένα αδιάψευστο τεστ για να κρίνουμε τις επαναστάσεις. Είναι το κριτήριο του ρώσου συγγραφέα Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, όταν ο ίδιος αντιμετώπισε τις συνέπειες της Οκτωβριανής επανάστασης. Είπε λοιπόν ότι δεν τον ενοχλεί η ίδια η επανάσταση, αλλά οι παντελώς άγνωστοι νέοι του συγκάτοικοι, οι οποίοι στο όνομα της ανατροπής, εγκαταστάθηκαν στο σαλόνι του σπιτιού του. Βλέπω αρκετούς -και στην Ελλάδα ασύγκριτα περισσότερους- να ψηφίζουν κόμματα που μιλάνε ανοιχτά για την ανάγκη επαναστατικής ανατροπής, και αυτομάτως ο νους μου πηγαίνει στο τι θα συμβεί σε όσους διαφωνούν. Η συγκατοίκηση με αγνώστους είναι παιδική χαρά μπροστά σε όσα τελικά έφεραν επαναστάτες όπως ο Κάστρο. Τα προχθεσινά μηνύματα για εκείνον είναι σαν τις μπλούζες του Τσε και τις ονοματοδοσίες των παιδιών. Φανερώνουν στην ουσία μια αυτοματοποιημένη και ανέξοδη ταύτιση με επαναστάσεις, χωρίς όμως να κάνουμε το βασικό τεστ. Όχι στους άλλους. Στους εαυτούς μας.

Greece

Το τεστ Μπουλγκακοφ

Image
Οι παραλληλισμοί ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και την Ελλάδα πολλές φορές δεν λειτουργούν. Είναι δύσκολο να κάνουμε απευθείας συγκρίσεις και ταυτίσεις με ένα πολιτικό σύστημα που είναι πολύ διαφορετικό από το δικό μας. Είναι όμως πράγματι εντυπωσιακές οι ομοιότητες όσων βιώνουν σήμερα οι Βρετανοί με όσα συνέβησαν στην Ελλάδα το 2015.
Newsletter

Το βρετανικο 2016 μοιαζει με το ελληνικο 2015

This is the excerpt for your very first post.

Image