Καταστροφές και θρίαμβοι. Οι επτά κύκλοι της σύγχρονης ελληνικής Iστορίας
Εκδόσεις Παπαδόπουλος, τρίτη αναθεωρημένη έκδοση, 2016, Αθήνα, σελ. 327, τιμή 15 ευρώ

Το βιβλίο του Στάθη Καλύβα γράφτηκε στα αγγλικά, και ο τίτλος του στο πρωτότυπο είναι «Modern Greece: What everyone needs to know». Είναι δηλαδή, ένας σχετικά σύντομος οδηγός για ένα κοινό που δεν γνωρίζει την Ελλάδα, και θέλει να μάθει βασικά πράγματα σχετικά με την πρόσφατη ιστορία της χώρας. Ο συγγραφέας απαντά σε 77 ερωτήσεις που καλύπτουν τη σύγχρονη ελληνική ιστορία σε 327 σελίδες. Οι ερωταπαντήσεις ξεκινούν από την επανάσταση του ‘21, και φτάνουν στο σήμερα.

Το βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Νίκο Ρούσσο, με επιμέλεια του συγγραφέα. Ο πυκνός και καθαρός του λόγος δίνει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι διαβάζει το πρωτότυπο, όχι τη μετάφραση. Ο δραματικός ελληνικός τίτλος «Καταστροφές και Θρίαμβοι», απευθύνεται στο εγχώριο κοινό, παραπέμποντας σε μια βαθύτερη ανάλυση των γεγονότων. Υποτίθεται πως οι Έλληνες δεν χρειάζονται οδηγό για την ιστορία τους. Εμείς τουλάχιστον γνωρίζουμε τα στοιχειώδη: Ποιοι και γιατί εξεγέρθηκαν το 1821; Τι προκάλεσε το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967; Πού στράβωσε το μνημόνιο;

Κι όμως, αν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε τις ερωτήσεις ενός αμύητου συνομιλητή, θα αντιληφθούμε τα όρια της γνώσης μας. Έχουμε μία πολύ γενική ιδέα για όσα έχουν συμβεί, μονοδιάστατη, και συναισθηματικά φορτισμένη. Το ‘21 ήταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, το ‘67 οι Αμερικάνοι, και το ‘11 η Μέρκελ. Στην αφήγησή μας, τα κρίσιμα και δύσκολα είναι τα «επιμέρους». Κυρίαρχοι είναι οι δραματικοί χαρακτήρες ή οι σκοτεινοί παράγοντες. Σύμφωνα με την επικρατούσα συλλογική αφήγηση, θρίαμβοι και καταστροφές οφείλονται, οι μεν πρώτοι στους Έλληνες, οι δεύτερες στους ξένους και τους αφελείς ή κακόβουλους συνεργάτες τους στο εσωτερικό. Ο Καλύβας προσπαθεί να εξηγήσει τι έχει συμβεί πέρα από αυτό το δίπολο.

Ειδικά στην περίπτωση της κρίσης, του έβδομου στη σειρά κύκλου καταστροφής-θριάμβου, ο συγγραφέας δίνει την πιο συγκροτημένη, αναλυτική και καθαρή παρουσίαση που έχω διαβάσει μέχρι σήμερα. Επειδή ακριβώς είναι πολύ δύσκολο να βρούμε συγκεντρωμένη την πληροφορία, οι περισσότεροι έχουμε μικρά ή μεγάλα κενά γνώσης. Επίσης, ίσως γιατί η προσδοκία όλων ήταν ότι η κρίση θα ήταν πρόσκαιρη, δυσκολευόμαστε να συλλάβουμε ότι έχουμε πια διανύσει σχεδόν μία δεκαετία, και επομένως το φαινόμενο, έτσι κι αλλιώς πολύπλοκο, πέρασε από πολλές και διαφορετικές φάσεις οι οποίες το διαμόρφωσαν.

Έξι συν ένας κύκλοι
Στο βιβλίο περιγράφονται ακόμη έξι κύκλοι καταστροφών και θριάμβων της ελληνικής ιστορίας. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι ο απολογισμός της χώρας είναι θετικός, γεγονός που «διαφοροποιεί την Ελλάδα από πολλά σύγχρονα εκσυγχρονιστικά πειράματα του μετα-αποικιακού κόσμου». Ο δε ξένος παράγοντας μπορεί να υπήρξε και τα δύο: επιζήμιος για τα εθνικά συμφέροντα αλλά, κυρίως, καταλυτικός για την πρόοδο της χώρας.

Οι επιτυχίες μας δεν σημειώθηκαν σε πείσμα της Ευρώπης, αλλά αντιθέτως με τη συνδρομή της, όταν δυναμικές εγχώριες ηγεσίες συνέδεσαν τα μεγάλα στοιχήματα της Ελλάδας μαζί της. Και το έκαναν, παρά τη βαθιά και κορυφούμενη μαζί με τις κρίσεις εσωτερική δυσπιστία απέναντι στις εθνικές δυνατότητες της χώρας και τις προθέσεις των δυτικών μας συμμάχων.

Είναι λίγο μακρύ το παρακάτω απόσπασμα, αλλά ίσως αποτελεί ουσιαστικά τον πυρήνα του βιβλίου:

«Ποιος μπορούσε να φανταστεί το 1820 ότι θα αναδυόταν ένα σύγχρονο ελληνικό κράτος μέσα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία; Ποιος μπορούσε να φανταστεί στα μέσα της δεκαετίας του 1840 ότι θα δημιουργούνταν σ’ αυτό το μάλλον αφιλόξενο περιβάλλον ένα κράτος ευρωπαϊκού τύπου και ένα συνεκτικό έθνος; Ποιος μπορούσε να φανταστεί μετά την πτώχευση και την ταπεινωτική ήττα του 1897 πως η Ελλάδα θα ανέκαμπτε και θα θριάμβευε μέσα σε μόλις 15 χρόνια; Ποιος μπορούσε να φανταστεί στο μέσο της Μικρασιατικής Καταστροφής, πως η χώρα θα κατάφερνε να ενσωματώσει με επιτυχία τα κύματα των κατεστραμμένων προσφύγων; Ποιος μπορούσε να φανταστεί στα τέλη της δεκαετίας του 1940 πως η ρημαγμένη από τους πολέμους Ελλάδα θα ξέφευγε από τη φτώχεια και θα πετύχαινε ένα επίπεδο ευημερίας πέρα από κάθε φαντασία; Τέλος, ποιος άραγε θα φανταζόταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ότι η Ελλάδα θα μεταμορφωνόταν σε μία σταθερή φιλελεύθερη δημοκρατία; Με το ίδιο σκεπτικό, πόσοι άραγε πιστεύουν σήμερα ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει μια πετυχημένη και παραγωγική ευρωπαϊκή οικονομία; Η απάντηση παραμένει σταθερά η ίδια: ελάχιστοι».

Η αισιοδοξία
Ο έβδομος κύκλος παραμένει ανοιχτός, και εδώ το βιβλίο αγγίζει ένα πολύ μεγάλο και βαθύ χαρακτηριστικό της δημόσιας συζήτησης στη διάρκεια της κρίσης: την αισιοδοξία, ειδικά σε εποχές που ελάχιστοι πιστεύουν ότι συντρέχουν λόγοι για να αισιοδοξεί κανείς.

Γύρω από αυτόν τον τρόπο ανάγνωσης της πραγματικότητας, η Ελλάδα σήμερα διχάζεται. Η αισιοδοξία δεν αφορά μόνο τις ηγεσίες που περιγράφει ο Καλύβας, αλλά και τις κοινωνικές ομάδες που συνασπίζονται γύρω τους, υιοθετώντας τη θετική τους αφήγηση. Ένα κομμάτι της κοινωνίας ταυτίζεται με τους στόχους των ελίτ, χωρίς υποχρεωτικά να ανήκει σε αυτές. Στην περίπτωση της κρίσης, πιστεύει πράγματι ότι το μνημόνιο είναι λύση, και εμπιστεύεται την πολιτική τάξη της χώρας για να το φέρει εις πέρας.

Η αφήγηση αυτή προβάλλει ως θετικό τον απολογισμό και της σύγχρονης Ελλάδας. Οι καλές μέρες της χώρας δεν ανήκουν μόνο σε μία μακρινή περίοδο, χρονικά απροσδιόριστη και αποσυνδεδεμένη από τις ενέργειες της πολιτικής τάξης. Αντιθέτως, όσοι υιοθετούν αυτή την αισιόδοξη σκοπιά για τη χώρα μας, μιλάνε, για παράδειγμα, υπέρ του Σημίτη και την ένταξη στο ευρώ ή υπερασπίζονται την ανάκαμψη της οικονομίας επί Σαμαρά-Βενιζέλου.

Ο λόγος αυτός, επειδή ακριβώς υποστηρίζει το σύστημα σε μία εποχή γενικευμένου αντισυστημισμού, είναι αιρετικός. Στο καλό σενάριο εκλαμβάνεται ως απλώς ανεδαφικός. Ο όρος «Φιλελέδες» ή «Μένουμευρωπαίοι», δεν είναι κατά βάση ένας επιθετικός όρος, αλλά περιπαικτικός. Η αισιοδοξία θεωρείται έλλειψη σύνδεσης με την πραγματικότητα. Αν στην Ελλάδα υποστηρίξεις ότι τα πράγματα βελτιώνονται, αυτομάτως θεωρείσαι αιθεροβάμων, κάτοικος εξωτερικού ή άλλου πλανήτη.

Στην πιο επιθετική του εκδοχή, ο όρος«φιλελές» περιγράφει έναν ελιτιστή που δεν έχει βιώσει τον πόνο του βιοπαλαιστή, γι’αυτό και δεν τον καταλαβαίνει. Ακόμη χειρότερα, του ζητάει από πάνω και τα ρέστα, θεωρώντας υπεύθυνο για την κρίση τον «απλό λαό». Οι Μένουμευρωπαίοι, όταν ακούνε για τις δυσκολίες του κοσμάκη, μένουν ατάραχοι και μοιράζουν μεταρρυθμίσεις σαν να ήταν πεντεσπάνι.

Ο όρος σταδιακά φορτίζεται, και φτάνει στην πιο άγρια εκδοχή του, αυτή του γερμανοτσολιά. Εφόσον οι φιλελέδες θεωρούν ότι το 2014 είχε βρεθεί λύση, αυτομάτως εγκρίνουν, χωρίς ενστάσεις, και τη μέθοδο, και επομένως τον βασανισμό των Ελλήνων από τους «γκαουλάιτερ».

Η αναλογία έξι προς δέκα του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος δεν είναι απλά το αποτέλεσμα μίας αναμέτρησης. Αντιθέτως, την έχουν βιώσει στις συναναστροφές τους, όσοι άρθρωσαν θετικό λόγο για τη σύγχρονη Ελλάδα και τις επιλογές της. Αν είναι τυχεροί, απλώς θα τους δουλέψουν για την αφέλεια τους. Αν το πράγμα σοβαρέψει, θα ακούσουν μία-δύο χοντράδες για τον ελιτισμό τους. Αν στο τραπέζι είναι και κάποιος εξαγριωμένος, τότε η συζήτηση θα εκτροχιαστεί. Ο ακραία επιθετικός λόγος στη Βουλή ή την τηλεόραση αντανακλά τον διχασμό της κοινωνίας. Δεν μας επιβάλλουν οι πολιτικοί τη ρητορική τους, αλλά βιώνουν και οι ίδιοι το διχαστικό κλίμα, και οι πιο ανεύθυνοι από αυτούς το ενισχύουν, προκειμένου να γίνουν κολαούζοι του πλειοψηφικού ρεύματος.

Η σύγκρουση
Είναι πολύ μικρό το βιβλίο για να χωρέσει τον πολύπλοκο τρόπο που οι κρίσεις βιώθηκαν από την ελληνική κοινωνία και τις πολιτικές της ηγεσίες μέσα στον χρόνο. Χρειάζονται περισσότερες σελίδες, και μία προσέγγιση άλλου είδους, για να μάθουμε τι ένιωθε και έλεγε ο κόσμος, ποιες ήταν οι κυρίαρχες αφηγήσεις, οι διχασμοί μέσα στις κοινωνικές ομάδες, τις οικογένειες.

Παρόλα αυτά, ως οι πρωταγωνιστές του έβδομου κύκλου, διαβάζοντας την ιστορία του Καλύβα, νιώθουμε ότι παραλάβαμε και συνεχίζουμε μία αφήγηση αδιάκοπη από την ίδρυση του κράτους μας μέχρι σήμερα. Όπως λέει ο συγγραφέας: «η ιστορική πορεία της σύγχρονης Ελλάδας χαρακτηρίζεται από την παρουσία και δράση φιλόδοξων και κοσμοπολίτικων ηγετικών ομάδων που άρθρωναν και προέβαιναν σε μεγαλεπήβολα εκσυγχρονιστικά επιχειρήματα, τα οποία αργά ή γρήγορα συγκρούονταν με την πραγματικότητα, θέτοντας σε δοκιμασία τους ανθρώπινους και υλικούς πόρους της χώρας».

Διαβάζοντας κανείς αυτές τις γραμμές, νιώθει ότι όπως ακριβώς η παγκόσμια οικονομική κρίση μας βρήκε ανέτοιμους για τους δικούς μας λόγους, έτσι και η στοχοποίηση των πολιτικών ελίτ στη δύση, έχουν χτυπήσει πολύ ευαίσθητες χορδές στην Ελλάδα. Έφεραν δηλαδή στο προσκήνιο μία σύγκρουση η οποία, παρά τις μεταλλάξεις της κοινωνίας μας, ουσιαστικά δεν μας έχει αφήσει από τη στιγμή που ιδρύσαμε το κράτος μας.
Αρχική δημοσίευση: Ηπειρωτικός Αγών

Books

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΕΛΕΔΕΣ

Image
Books

Η κριση με το βλεμμα του Σημιτη

Υπάρχει λύση; Κώστας Σημίτης (Συζήτηση με τον Γιάννη Πρετεντέρη). Εκδόσεις Πόλις. Σελίδες 273. Τιμή: 14 €

O Κώστας Σημίτης στο τελευταίο του βιβλίο λέει ότι οι Έλληνες είναι δύσκολο να κρίνουν ποιος ακριβώς φταίει για την κρίση. Ο πολίτης «ακούει πολλές και διαφορετικές ερμηνείες ότι φταίνε όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις εδώ και τριάντα χρόνια, ότι φταίει η παρούσα κυβέρνηση, ότι φταίει η Γερμανία και η πολιτική που μας επιβάλλει η Ευρώπη».

Η ανάγνωση της κρίσης είναι το δεύτερο μεγαλύτερο πρόβλημα μετά την ίδια την κρίση. Μέσα σε ένα φορτισμένο και πολύπλοκο περιβάλλον, είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε τις αιτίες της, και να σκεφθούμε τις σωστές λύσεις.

Το διχαστικό κλίμα που έφερε η άνοδος των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ έχει οδηγήσει τους αντιπάλους τους στην απέναντι πλευρά: μέσα στην αγωνία τους να καταδείξουν τη ζημιά που επιφέρει ο λαϊκισμός στην οικονομία, αφήνουν σε δεύτερη μοίρα την κρίση καθεαυτή. Φοβούνται για παράδειγμα να χρησιμοποιήσουν τον όρο «φτωχοποίηση», υπό το φόβο ότι έτσι θα νομιμοποιήσουν την επιχειρηματολογία των λαϊκιστών. Ο Σημίτης, και αυτό είναι ένα ισχυρό μήνυμα προς τους πολιτικούς του κέντρου, καταφέρνει να διατηρεί μία ισορροπημένη κριτική: να μιλά για την κρίση, χωρίς να χαρίζεται στον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο πρώτην πρωθυπουργός στο έβδομο βιβλίο που εκδίδει μετά το τέλος της πρωθυπουργικής θητείας του, και το οποίο κυκλοφορεί με τη μορφή συνέντευξης με τον Γιάννη Πρετεντέρη προσπαθεί να κάνει δύο πράγματα:

Πρώτον, προσπαθεί να εξηγήσει τις αιτίες της κρίσης. Υποστηρίζει ότι το ελληνικό πρόβλημα ξεκινά από τη χρόνια αδυναμία της Ελλάδας να φτιάξει μία ανταγωνιστική οικονομία και ένα αποτελεσματικό κράτος, ώστε να καταπολεμήσει τα ελλείμματα του. Δεν εξαιρεί όμως τους δανειστές από την κριτική του, επικαλούμενος επιχειρήματα όπως αυτό των πολλαπλασιαστών για παράδειγμα, και μάλιστα, ενίοτε με φορτισμένη ρητορική (τα πλεονάσματα χαρακτηρίζονται κτηνώδη). Επίσης προσπαθεί να εξηγήσει την κρίση μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο: την ανισότητα μεταξύ ευρωπαϊκού βορρά και νότου, τις συνέπειες στους μισθούς από τη μεταφορά της παραγωγής από την Ευρώπη στην Ασία, κλπ. Ένα παράπλευρο κέρδος της εξήγησης όσων συμβαίνουν από τον Σημίτη είναι η σαφήνεια με την οποία εξηγεί βασικές παραμέτρους της κρίσης. Σπάνια θα βρει ο αναγνώστης εφημερίδων, site, social media κλπ, εύκολα κατανοητές εξηγήσεις για όρους που συναντάμε καθημερινά (τι είναι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τι είναι πολλαπλασιαστής κλπ).

Δεύτερον, ο Σημίτης προσπαθεί να προτείνει λύσεις. Παραδόξως, αν και ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει κυρίως σε αυτή την πτυχή του, εντούτοις είναι το ζήτημα στο οποίο αφιερώνεται ο λιγότερος χώρος. Ο πρώην πρωθυπουργός λέει ότι κακώς προτείνονται μαγικές λύσεις, αφού οι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται χρόνο, συστηματική δουλειά και επιμονή. Μιλάει για μείωση των κρατικών δαπανών, τερματισμό των πελατειακών σχέσεων, δημιουργία επενδύσεων. Σε αρκετές περιπτώσεις γίνεται συγκεκριμένος. Λέει για παράδειγμα ότι το ελληνικό κράτος θα μπορούσε, αντί να δώσει την περίοδο 2004-2009 «400 εκατομμύρια σε αγρότες ως αποζημιώσεις για ζημιές που δεν είχαν γίνει», να δαπανήσει «μέρος αυτών των χρημάτων για να επιτύχει, π.χ., τον έως τώρα απραγματοποίητο στόχο της συστηματικής διάθεσης του ελληνικού λαδιού και άλλων ελληνικών αγροτικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές».

Η συζήτηση με τον Πρετεντέρη δεν έχει τον τυπικό, ανταγωνιστικό χαρακτήρα μεταξύ δημοσιογράφου και πολιτικού. Ο πρώην πρωθυπουργός δεν ανακρίνεται, ούτε καν στριμώχνεται στο βιβλίο, με εξαίρεση το κεφάλαιο Greek Statistics όπου γίνεται μία αντιπαράθεση για κλασικές κατηγορίες που αποδίδονται στο ΠΑΣΟΚ Σημίτη: το χρηματιστήριο το ‘99, τα στοιχεία με τα οποία μπήκαμε στο ευρώ, αλλά και τη διαχρονική απουσία ουσιαστικής αυτοκριτικής από τον πρώην πρωθυπουργό. Ειδικά το τελευταίο χαρακτηριστικό του Σημίτη εμφανίζεται με εύγλωττο τρόπο και στο βιβλίο. Ενώ για παράδειγμα ο ίδιος παραδέχεται ότι η μη λύση του ασφαλιστικού από την κυβέρνηση του το 2003 υπήρξε υποχώρηση, εντούτοις υποστηρίζει ότι αυτή δεν έγινε «με τον φόβο του πολιτικού κόστους», αλλά για μία σειρά από λόγους, ανάμεσα στους οποίους απαριθμεί και την ανάγκη ανταπόκρισης της κυβέρνησης στις υποχρεώσεις της ελληνικής προεδρίας το πρώτο εξάμηνο του 2003! Προτεραιότητα μάλλον ήσσονος σημασίας όταν ο Τάσος Γιαννίτσης, ο πολιτικός που προσπάθησε τότε ανεπιτυχώς να λύσει το ζήτημα, αναγνωρίζει ότι τα ελλείμματα του ασφαλιστικού αντιπροσώπευαν το 85% της αύξησης του δημόσιου χρέους στην περίοδο 2000-2009.

Ο Κώστας Σημίτης είναι ίσως ο δημοφιλέστερος πολιτικός ανάμεσα στους κεντρώους ψηφοφόρους. Απέκτησε μια νέα δυναμική απήχηση στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και της ανόδου του λαϊκισμού. Δυο χρόνια προβλήματα δηλαδή, στα οποία ο πρώην πρωθυπουργός οφείλει την υστεροφημία του ως ο πλέον εμβληματικός πολέμιος τους.  Στο βιβλίο με τον τεκμηριωμένο λόγο του, το εύρος γνώσης και σκέψης επιβεβαιώνει τους λόγους για τους οποίους θεωρείται από τους πλέον πετυχημένους και σοβαρούς πολιτικούς.

Το βιβλίο είναι σχετικά μικρό, 273 σελίδες, ενώ η μορφή διαλόγου και ο συγκροτημένος λόγος του Σημίτη καθιστά εύκολη την ανάγνωση του για ένα ετερόκλητο ακροατήριο που θέλει να βρει ουσιαστικές απαντήσεις σε αρκετά ζητήματα: από την ελληνική κρίση μέχρι τη σοσιαλδημοκρατία μέχρι την άνοδο του λαϊκισμού.

Αρχική δημοσίευση: Ηπειρωτικός Αγών

Standard