Αν θέλει κανείς να δει τη νοοτροπία του έλληνα πρωθυπουργού, αρκούν τα τρία λεπτά στη διάρκεια των οποίων υποτίθεται ότι αναλαμβάνει την ευθύνη για την καταστροφή στο Μάτι. Ο Τσίπρας ξεκινάει τη σχετική του αναφορά στο 26.00: «Δεν τα λέω όλα αυτά για να κρυφτώ/κρυφτούμε πίσω από την οικιστική βόμβα που κληρονομήσαμε ώστε να αποφύγουμε τις δικές μας ευθύνες».
Ο πρωθυπουργός δεν εξηγεί ποια είναι η δική του ευθύνη, αλλά κάποιος καλοπροαίρετος μπορεί να σκεφτεί ότι διαχωρίζει το διαχρονικό φταίξιμo για τα αυθαίρετα που βαραίνει το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία, από τη δική του επιχειρησιακή ευθύνη το βράδυ της καταστροφής. Στην αμέσως επόμενη πρόταση όμως, περιγράφει πώς ακριβώς αντιλαμβάνεται την ευθύνη που του αντιστοιχεί: «ανάληψη ευθύνης σημαίνει πράξη, σύγκρουση και μάχη».
Με ποιον ακριβώς πρέπει να δώσει μάχη ο πρωθυπουργός για να κάνει πράξη την ανάληψη της ευθύνης του; Προφανώς όχι με τον εαυτό του, αλλά με εκείνους τους οποίους περιέγραψε μόλις ως βομβιστές: το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία. «Θα περίμενα έστω και μία δόση αυτοκριτικής από τους πρωτομάστορες του ρουσφετιού και των αυθαιρέτων που κερδοσκοπούσαν στο οικιστικό τερατούργημα και τώρα μας κουνάνε το δάχτυλο», λέει ο πρωθυπουργός. Και προσθέτει: «Ενδεχομένως να ανέλαβα και ευθύνες που δεν μου αναλογούν», ώστε να μην μείνει σε κανέναν η αμφιβολία ότι έγινε και λίγο θυσία ενώ δεν θα έπρεπε. Ή όπως είπε λιγότερο κομψά ο Σπρίτζης, όταν στο τέλος του τη βίδωσε: «Είπαμε συγγνώμη πολλές φορές. Τι άλλο θέλετε;».
Στο τέλος ο πρωθυπουργός περιγράφει και την ευθύνη της κυβέρνησης: να βάλει τέλος σε όσα έκαναν οι προηγούμενοι. «Εμείς κυβερνούμε. Τις παθογένειες, τις κληρονομήσαμε για να τις αλλάξουμε, και όχι να τις διαιωνίσουμε, και αυτή είναι η μεγάλη μας ευθύνη».
Το υπουργικό ακροατήριο του πρωθυπουργού όμως, έχει ήδη έτοιμη την εξήγηση της αδυναμίας του να κυβερνήσει την Ελλάδα. Δεν είναι εφεύρεση της απελπισίας και της στιγμής, αλλά αποτελεί το κατεξοχήν αφήγημα του κόμματος, τη μεγάλη αδικία που ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλει ότι συντελείται σε βάρος του από την πρώτη μέρα που ήρθε στα πράγματα. «Έχουμε πάρει την κυβέρνηση, αλλά δεν έχουμε πάρει την εξουσία διότι αυτοί που ήταν τόσα χρόνια έχουν οχυρωθεί», έλεγε ο Φίλης τον Απρίλιο του 2015. Το επανέλαβε και στις αρχές του 2018, η σύζυγος του πρωθυπουργού Μπέττυ Μπαζιάνα: «Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κυβέρνηση, αλλά δεν πήρε την εξουσία. Γιατί εξουσία δεν είναι ο υπουργός, αλλά ο μηχανισμός. Υπάρχουν άνθρωποι σε θέσεις-κλειδιά που εξυπηρετούν το παλιό διεφθαρμένο σύστημα. Και περιμένω την κάθαρση».
Μέχρι στιγμής, η πετυχημένη συνταγή που έφερε τον Τσίπρα μέσα στο Μαξίμου και ταυτόχρονα απ’ έξω να διαδηλώνει ήταν πράγματι αυτή: όταν τα πράγματα πήγαιναν άσχημα, έκανε κουμάντο ο μηχανισμός (οι διευθυντές των υπουργείων, το διευθυντήριο των Βρυξελλών κλπ). Όταν πήγαιναν καλά, κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο πρωθυπουργός το δοκίμασε ενστικτωδώς ξανά με την καταστροφή στο Μάτι, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στο τέλος έφταιξε ο Τόσκας και όχι ο μηχανισμός.
Αυτό το ξέρει πια και ο τελευταίος υπουργός, αφού ο Τσίπρας τους το έκανε λιανά από το Λαύριο: «Εσείς κυβερνάτε, δεν υπάρχει πια δικαιολογία, ανέλαβα ήδη μία φορά την ευθύνη που δεν μου αναλογεί. Το κόλπο με τον μηχανισμό δεν πιάνει. Μην το δοκιμάσετε ξανά». Δεν τους ζητάει φυσικά να κυβερνήσουν, αυτό κάνουν οι άνθρωποι από το 2015. Ο πρωθυπουργός προετοιμάζει το εκλογικό κοινό και του λέει ότι πλέον στους εχθρούς του Μαξίμου θα περιλαμβάνονται και υπουργοί που δεν κατάφεραν να νικήσουν το κατεστημένο. Κάποιος δηλαδή πρέπει να κάνει τον μηχανισμό, τώρα που ο μηχανισμός δεν λειτουργεί επαρκώς για ασπίδα του πρωθυπουργού.