Όσοι διαβάζουν τα βιβλία του Κουφοντίνα ή βλέπουν τις συνεντεύξεις μετανοημένων μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών, νιώθουν περιέργεια και δέος. Προσπαθούν να καταλάβουν πώς οι ανθρωπιστικές αξίες ενός ιδεολόγου, τον οδηγούν να κρατάει όπλο και να παραμονεύει τον συνάνθρωπό του. Απεχθάνονται την πολιτική βία όταν είναι τυφλή, αλλά τους εξιτάρει όταν σημαδεύει τον κακό. Διαφωνούν για τον Μπακογιάννη, αλλά δεν μπορούν να πουν το ίδιο για τον Μπάμπαλη και τον Μάλλιο.
Η ευρωπαϊκή τρομοκρατία είναι λίγο σαν τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Για πιο ψαγμένους. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ακούγονται σαν τίτλος συγκροτήματος, τις είχε και ο Τζο Στράμερ τυπωμένες στην μπλούζα του. Στα τέλη του 2011, η Tate Modern στο Λονδίνο φιλοξενούσε τα φοβερά πορτρέτα της Μάινχοφ από τον Γκέρχαρντ Ρίχτερ. Η ιστορία του δολοφονημένου σταθμάρχη της CIA είναι λίγο σέπια, με φωτογραφίες από παλιακά αυτοκίνητα πριν από το πανκ, και έχει μέσα τον Σάρτρ και τη Λιμπερασιόν. Μια από τις πλέον ιστορικές και σοβαρές εφημερίδες, η Ελευθεροτυπία, 30 χρόνια μετά τη δολοφονία του Ρίτσαρντ Γουέλς, είχε γράψει ότι ο σταθμάρχης δεν ήταν και τόσο αθώος, όσο μας τον παρουσίαζαν. Και το Εθνικό Θέατρο, πέρσι θέλησε να ανεβάσει το βιβλίο του Σάββα Ξηρού. Βάλτε σε κάτι από όλα τα παραπάνω τη Χρυσή Αυγή. Δεν χωράει πουθενά.
Δεν χρειάζεται να ψάξουμε σε δήθεν σκοτεινά υπόγεια του Μαξίμου για να ανακαλύψουμε τη αμφιθυμία της αριστεράς προς την τρομοκρατία. Πριν λίγες μέρες διάβασα το εξής σχόλιο στο facebook: «Έτσι ξεκινάει η επανάσταση σύντροφοι; Με βόμβες; Στα ύπουλα; Πάλι τα ίδια;». Μέσα σε λίγες γραμμές συμπυκνώνει όλη τη στάση της αριστεράς. «Λέτε πως είστε σύντροφοι, αλλά δεν είστε. Η επανάσταση ξεκινάει με άλλον τρόπο. Δεν χρειάζεται να είστε ύπουλοι και να σκοτώνετε. Τα έχουμε πει αυτά, μην αρχίζετε τα ίδια». Είναι ένα πέρα δώθε από τη νουθεσία στην καταδίκη.
Ο χρήστης έγραψε το σχόλιο μετά την επίθεση στον Παπαδήμο. Δείτε όμως εδώ τον Βούτση το 2013, να λέει κάτι αντίστοιχο στον Πρετεντέρη: «Πρόκειται, όχι απλά, ας πούμε, για ενέργειες, άστοχες, ανόητες, εγκληματικές, αλλά που βρίσκονται στον αντίποδα της αναγκαίας ανάπτυξης ενός κινήματος για τη μαζική ανατροπή αυτής της πολιτικής (των μνημονίων)».
Ο Βούτσης λέει πως οι ενέργειες είναι «όχι απλά» εγκληματικές, αλλά κάτι χειρότερο: εχθρικές προς το λαϊκό κίνημα. Για να συνειδητοποιήσουν οι δράστες τις συνέπειες του εγκλήματος, πρέπει να το εκλάβουν ως ανοησία. Πρέπει να λυπηθούν «όχι απλά» για τη χαμένη ζωή του θύματος τους, αλλά για τη χαμένη ευκαιρία της ανατροπής. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι είναι σε θέση να πειστούν από τα πολιτικά επιχειρήματα, αφού φυσικά πρώτα τα ανταλλάξουν. Είναι ένας διάλογος φόρα παρτίδα, ανοιχτός, εδώ και πολλά χρόνια. Ο Βούτσης δεν θα έλεγε ποτέ στον Χρυσαυγίτη που μαστιγώνει με αλυσίδες μετανάστες στο Πέραμα: «αυτή η ανοησία δεν μας εξυπηρετεί». Δεν θα τον αντιμετώπιζε ποτέ ως παραστρατημένο νεανία, όπως κάνει ο Παρασκευόπουλος, όταν λέει ότι πρέπει να μιλήσουμε και με τον Χρυσαυγίτη, μήπως και τον πείσουμε να σταματήσει.
Στο twitter, ο πρωθυπουργός είναι πιο ξύλινος και (παραδόξως για τον χειριστή του λογαριασμού) πιο προσεκτικός. Ούτε εκείνος όμως πολυθέλει να κρυφτεί. Λέει: «καταδικάζω απερίφραστα την επίθεση ενάντια στον Λουκά Παπαδήμο». Μην περιμένετε δηλαδή από εμένα περιφράσεις και κρυφά νοήματα. Καταδικάζω. Ας φανταστούμε τον Τσίπρα, την επόμενη μέρα της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, να λέει ότι την καταδικάζει χωρίς υπονοούμενα. Δεν θα περνούσε ποτέ από το μυαλό κανενός ότι ο πρωθυπουργός μπορεί να είχε και μύχιες, δεύτερες σκέψεις για τη δολοφονία. Γιατί λοιπόν να θεωρήσει κάποιος ότι θα τις είχε για τον Παπαδήμο;
Ο Τσίπρας όμως πρέπει να το πει, ως μήνυμα στην εκλογική του βάση, που διαβάζει στην Ανάφη «τον τρελάρα τον Κουφοντίνα». Να μην περιμένουν δήλωση συμπάθειας από κάποιον, από τον οποίον όμως θα έπρεπε να την περιμένουν. Αν δεν βάλει μέσα και τη λέξη «απερίφραστα», ο πρωθυπουργός θα διαγράψει το κοινό background με την εκλογική βάση: Λιμπερασιόν, Ρίχτερ, Γαύδος.
Όλα τα σημεία αναφοράς έχουν ένα νοσταλγικό χαρακτήρα. Οι ήρωες ξεπηδούν από τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80. Ερυθρές Ταξιαρχίες, Γουέλς, Σαρτρ, Στράμερ. Όσο εμείς συζητάμε για τον Παπαδήμο, τα βρετανικά μέσα έχουν γεμίσει με φωτογραφίες του Τζέρεμι Κόρμπιν από το 1984. Ο τότε βουλευτής των Εργατικών, λίγες μέρες μετά την βομβιστική επίθεση στο συνέδριο των συντηρητικών, είχε καλέσει την πολιτική ηγεσία του ΙΡΑ στη Βουλή. Η Ντάιαν Άμποτ έδωσε την περασμένη Κυριακή την πιο αφοπλιστική απάντηση στους δημοσιογράφους που τους κυνηγάνε διαρκώς για εξηγήσεις. «Στηρίζαμε τον ΙΡΑ γιατί αυτό ήταν τότε της μόδας για τους αριστερούς. Είχα και το μαλλιά μου άφρο, αλλά όπως βλέπετε, άλλαξα και κόμμωση και απόψεις».
Έτσι ήταν και στην Ελλάδα. Κάποτε ήσουν ψαγμένος αν είχες την υπομονή να διαβάσεις όλη την προκήρυξη της 17 Νοέμβρη. Ο συντάκτης ήταν -συμφωνούσαν όλοι- ο «εγκέφαλος, γερή πένα, διανοούμενος». Ήταν σαν να φορούσες στολή εξερευνητή και να έβλεπες από απόσταση ασφαλείας τα θηρία, ώστε να έχεις άποψη όταν θα συζητούσες με τους φίλους σου το μεγάλο δίλημμα: αν αυτούς που σήμερα το σύστημα λέει δολοφόνους, η ιστορία θα τους πει αύριο επαναστάτες.
Ο Κουφοντίνας περνιόταν για Ρομπέν Δασών μέχρι το τέλος. Έδωσε 50 ευρώ στον ταξιτζή που τον μετέφερε ανυποψίαστος για να παραδοθεί στην ΓΑΔΑ. Η σκηνοθέτιδα της παράστασης στο Εθνικό λέει ότι έμεινε άφωνη μπροστά στο φοβερό δίλημμα που της έθεσε ο Ξηρός το 2016. Αφού, οι Μουσουλμάνοι αρνούνται να φάνε χοιρινό, γιατί εκείνος να βάλει βραχιολάκι όταν αποφυλακιστεί; «Δεν ήξερα τι να του απαντήσω», είπε η Πηγή Δημητρακοπούλου.
Το όλο πράγμα όμως έχει πια ξεφτίσει. Δεν είναι μόνο που τελικά εμφανίστηκε ένας Κουφοντίνας πιο βαρετός και από τον Κουτσούμπα, ούτε η τρας αύρα του Χριστόδουλου Ξηρού. Είναι που η ζωή έχει πια προχωρήσει. Στη Γαύδο μετακόμισαν οι απολιτίκ, και οι πολιτικοποιημένοι πάνε στα Κουφονήσια. Και εκεί οι συζητήσεις για τη 17 Νοέμβρη, είναι σαν τις βραδινές κουβέντες το καλοκαίρι για το αν υπάρχουν φαντάσματα. Λίγο ρετρό, λίγο παιχνίδι με την παιδική σου ηλικία. Η συζήτηση ανάβει μόνο αν κάποιος κάνει το λάθος να ταυτίσει τη βία της αριστεράς με τη Χρυσή Αυγή. Αν δηλαδή «συμψηφίσεις τα άκρα», το οποίο για την αριστερή παρέα, σημαίνει ότι δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον Σαρτρ από τον Χίτλερ. Αν δεν βλέπεις τη διαφορά, στην καλύτερη είσαι πολιτικά αναλφάβητος, στη χειρότερη ακροδεξιός. Είσαι δηλαδή σαν τον Καμμένο που θεωρεί ότι το ΠΑΣΟΚ συμμετείχε στη 17 Νοέμβρη.
Κάπως έτσι, ο Σαρτρ επιτρέπει στον Τσίπρα να χρεώσει τον Καμμένο στους πολιτικούς τους αντιπάλους, και να απενοχοποιηθεί στο αριστερό ακροατήριο για την παρουσία του στην κυβέρνηση. Τι είδους αριστερός είσαι αν δεν ξέρεις ότι ο Χαϊκάλης δεν είναι η Μάινχοφ; Η υπουργοποίηση του ανθρώπου που έλεγε στην 17 Νοέμβρη ότι σκότωνε λάθος ανθρώπους και αποκαλούσε τον Παπαδήμο πούστη-προδότη, αντί να εκλαμβάνεται ως ξεπεσμός, υπογραμμίζει τη διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ από τους άλλους. Είναι για την ακρίβεια ένα ασφαλές τεστ αριστερής συνείδησης.