Πριν από μερικά χρόνια ένας γνωστός μου, συζητούσε με έναν Γάλλο που πουλούσε σκάφη σε καλές τιμές, σε όλη την Ευρώπη. Ο γάλλος έμπορος του είπε: «κάθε φορά που πουλάω σε Έλληνες, μου δημιουργείται η ίδια απορία, και θέλω να μου τη λύσεις. Οι περισσότεροι αγοράζουν το σκάφος για την οικογένεια ή για ψάρεμα. Για ποιον ακριβώς λόγο θέλουν όλοι οι μηχανές να είναι πάνω από 75 άλογα; Μπορούν να κάνουν ασφαλή και γρήγορα ταξίδια και με 40άρες μηχανές, τι τους πιάνει και θέλουν ακριβές και δαπανηρές λύσεις»;
Ο έμπορος απορούσε γιατί νόμιζε ότι πουλάει σκάφη σε ανθρώπους που ψαρεύουν, όχι πιστοποιητικά κοινωνικού στάτους σε πολίτες που θέλουν να τα επιδείξουν. Είναι όπως με τα τεράστια τζιπ μέσα στις πόλεις ή τις πόρσε στους ελληνικούς δρόμους. Ακόμη και αν αγαπάει κανείς την ταχύτητα ή το μέγεθος στα αυτοκίνητα, ξέρει ότι ούτε δρόμους για να τα οδηγήσουμε γρήγορα έχουμε, ούτε χώρο μέσα στις πόλεις για να τα παρκάρουμε. Ασφαλώς και είναι απολύτως θεμιτό κάποιοι να αγαπούν και να αγοράζουν ακριβά αυτοκίνητα. Ούτε όσοι έχουν πόρσε σημαίνει ότι είναι επικίνδυνοι ή επιδειξιομανείς. Όμως, όσο πιο ανταγωνιστικό είναι το μέσο, τόσο πιο επικίνδυνο γίνεται σε μία χώρα χωρίς υποδομές, συνείδηση συλλογικής συνύπαρξης και οδηγική παιδεία. Όπως γράφει στην Athens Voice ο Σπύρος Βλέτσας οι οδηγοί ακριβών αυτοκινήτων έχουν πολλαπλάσιες πιθανότητες να εμπλακούν σε ατυχήματα. Γι’ αυτό και στην Ελλάδα όταν βλέπουμε μία πόρσε στο άλλο ρεύμα, το πρώτο που νιώθουμε δεν είναι φθόνος (αν και είναι δύσκολο να αποφύγεις το συναίσθημα στη θέα κάποιου που τα έχει καταφέρει καλύτερα από σένα στη ζωή του), αλλά φόβος για το τι είδους τύπος το οδηγεί. Αν δηλαδή ανήκει στην κατηγορία που περιγράφω πιο πάνω, και κατά συνέπεια η μάρκα του αυτοκινήτου είναι δήλωση προς τους υπολοίπους ότι «έχω και πληρώνω και θα φανεί στο γκάζι».
To πρόβλημα όμως δεν εξαντλείται μόνο σε όσους έχουν. Όπως το σύνολο των προβλημάτων μας, έτσι και αυτό, είναι μαζικό, γι’ αυτό και μεγάλο. Δεν είναι τυχαίο ότι το πλέον δυναμικό και προβεβλημένο κίνημα στους ελληνικούς δρόμους υπήρξε το «δεν πληρώνω». Σε μία χώρα δηλαδή όπου χάνονται περίπου 1600 άνθρωποι ετησίως από τροχαία, το 85% των οποίων είναι ηλικίας μεταξύ 15 και 29, ο κόσμος επέλεξε να διαμαρτυρηθεί για το κόστος του ταξιδιού, όχι την ασφάλεια του. Αυτό δε υπήρξε και το κίνημα που αποθεώθηκε από πολλούς πολιτικούς. Και ας δίνουμε περίπου το 40% των δαπανών για την υγεία στη διαχείριση των τροχαίων ατυχημάτων, όπως μας είπε προχθές ο Ιαβέρης.
Είναι φυσικά μία αντιμετώπιση του ζητήματος από τη θέση του οδηγού. Όχι του οδηγού που συνυπάρχει με τους υπολοίπους, αλλά εκείνου που νιώθει ισχυρός και θεωρεί τους άλλους εμπόδιο μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Τα διόδια είναι ακριβά, και να φύγουν από τη μέση. Οι πεζοί δεν έχουν δουλειά να κατεβαίνουν στο δρόμο, γι’ αυτό και τους αγνοούμε στις διαβάσεις. Οι υπόλοιποι οδηγοί δεν πρέπει να παρκάρουν εκεί που είναι ανάγκη να παρκάρουμε εμείς. Οι θέσεις των αναπήρων, αφού είναι κενές, δεν θα έρθει ποτέ κανείς. Το κράνος δεν μου χρειάζεται γιατί μειώνει την ορατότητα -αυτό το είπε προχθές, μετά το ατύχημα, στον αέρα, και επέμενε κιόλας ο Μάκης Προβατάς, δημοσιογράφος στο Βήμα FM.
Λείπει, με άλλα λόγια η αναγνώριση του φαινομένου στις διαστάσεις του και κατά συνέπεια η κοινωνική κατακραυγή. Αναγνωρίζουμε το πρόβλημα, αλλά το ανεχόμαστε και ζούμε με αυτό. Όχι τώρα, αλλά εδώ και δεκάδες χρόνια. Ίσως το τραγικό ατύχημα στην Αθηνών-Λαμίας να οδηγήσει τον κόσμο να ταυτιστεί επιτέλους με τα θύματα των τροχαίων, και να διαμορφωθεί η κοινωνική συνθήκη που δεν θα επιτρέψει άλλα ατυχήματα. Τίποτε όμως δεν αλλάζει αυτό που συνέβη, ούτε όσα μεσολάβησαν στους ελληνικούς δρόμους μέχρι να συμβεί.