Λίγες ώρες μετά τον θάνατο του Φιντέλ Κάστρο, ο Τζάστιν Τριντό, (αυτός που βλέπουμε σε fb ενσταντανέ να κάνει κάμψεις με το ένα χέρι, εξηγώντας παράλληλα τα βασικά της κβαντικής φυσικής), ο πολιτικός-σύμβολο για τους απανταχού κεντρώους φιλελεύθερους, αναφέρθηκε στον κουβανό ηγέτη ως “έναν θρύλο που υπηρέτησε το λαό του”. O Γκάρντιαν, εφημερίδα που κατεξοχήν υπερασπίζεται τα δικαιώματα των αδύναμων του πλανήτη, στη νεκρολογία της, περιέγραψε τον Κάστρο “ως ευγενή, παρά αιμοσταγή δικτάτορα”. Στην Ελλάδα, η Άννα Διαμαντοπούλου, το επιφανέστερο πολιτικό θύμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (η κατά γενική ομολογία θετική της μεταρρύθμιση στη παιδεία ανατράπηκε με συνοπτικές διαδικασίες), ευχήθηκε στον Φιντέλ καλό ταξίδι μαζί με τα “υπέροχα ψέμματα της νιότης της”. Ακόμη και ο Προκόπης Παυλόπουλος, ανέκτησε τον επαναστατικό του οίστρο. Πριν λίγες μέρες ζητούσε από τον Ομπάμα με τη γνωστή ελληνική μεμψιμοιρία, πάντοτε εξαγνισμένη, εφόσον συνοδεύεται από στίχους μεγάλων ποιητών, να μη λησμονεί τη χώρα μας (με εξαίρεση, φαντάζομαι, όσα συνέβησαν την περίοδο 2007-09). Προχθές, ο ΠτΔ αναγνώρισε τον Κάστρο ως διακεκριμένο επαναστάτη του 20ου αιώνα.
Διάβασα ένα κείμενο του Αριστείδη Χατζή στο οποίο ο αρθρογράφος κάνει τον Κάστρο τρεις παράδες και τον τοποθετεί “στην πινακοθήκη των τεράτων του 20ου αιώνα“. Το κείμενο του Χατζή δεν απαντά σε μία ερώτηση. Ακόμη και αν ταυτίσουμε τον Κάστρο με τον Χίτλερ, ο πρώτος δεν παύει να είναι συμπαθής ανάμεσα σε ανθρώπους που διαπιστωμένα μισούν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Κάποιοι, ίσως επικαλεστούν το κλασικό επιχείρημα περί της ιδεολογικής ηγεμονίας της ελληνικής αριστεράς από το ‘74 και μετά. Πως δηλαδή, μόνο στη δική μας χώρα, η αριστερά έχει το περίφημο ηθικό πλεονέκτημα. Ούτε όμως ο Τριντό, ούτε ο Γκάρντιαν πάσχουν από ελληνικά μεταπολιτευτικά σύνδρομα. Για να θέσουμε αλλιώς το ερώτημα, γιατί ο κόσμος κυκλοφορεί με μπλούζες του Τσε Γκε Βάρα και όχι του Γκέμπελς; Γιατί το όνομα Ερνέστο είναι εντάξει για ένα παιδί στο νηπιαγωγείο, όχι όμως και το Αδόλφος; Γιατί ο Κάστρο, και όχι ο Πινοσέτ, έπιασε φιλίες με τον Μαραντόνα και τον Μάρκες; Η απάντηση βρίσκεται στην αρχική πρόθεση της αριστεράς. Το κίνητρο τους δεν είναι να επιτεθούν σε μετανάστες, αλλά να δώσουν φαγητό, βιβλία και νοσοκομειακή περίθαλψη στους φτωχούς. Αυτή η πρόθεση διαφοροποιεί όχι μόνο δικτάτορες, αλλά και σύγχρονους πολιτικούς που προσπαθούν να κερδίσουν εκλογές: τον Σάντερς από τον Τραμπ, τον Τσίπρα από τον Φάραζ. Το να λέμε ότι είναι ίδιοι, απλά δεν πείθει ως επιχείρημα. Μένει φυσικά το ερώτημα αν η πρόθεση αθωώνει τα μέσα ή φέρνει τελικά αποτέλεσμα.
Υπάρχει ένα αδιάψευστο τεστ για να κρίνουμε τις επαναστάσεις. Είναι το κριτήριο του ρώσου συγγραφέα Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, όταν ο ίδιος αντιμετώπισε τις συνέπειες της Οκτωβριανής επανάστασης. Είπε λοιπόν ότι δεν τον ενοχλεί η ίδια η επανάσταση, αλλά οι παντελώς άγνωστοι νέοι του συγκάτοικοι, οι οποίοι στο όνομα της ανατροπής, εγκαταστάθηκαν στο σαλόνι του σπιτιού του. Βλέπω αρκετούς -και στην Ελλάδα ασύγκριτα περισσότερους- να ψηφίζουν κόμματα που μιλάνε ανοιχτά για την ανάγκη επαναστατικής ανατροπής, και αυτομάτως ο νους μου πηγαίνει στο τι θα συμβεί σε όσους διαφωνούν. Η συγκατοίκηση με αγνώστους είναι παιδική χαρά μπροστά σε όσα τελικά έφεραν επαναστάτες όπως ο Κάστρο. Τα προχθεσινά μηνύματα για εκείνον είναι σαν τις μπλούζες του Τσε και τις ονοματοδοσίες των παιδιών. Φανερώνουν στην ουσία μια αυτοματοποιημένη και ανέξοδη ταύτιση με επαναστάσεις, χωρίς όμως να κάνουμε το βασικό τεστ. Όχι στους άλλους. Στους εαυτούς μας.