Στην Ελλάδα η εκκλησία έχει ένα χαρακτηριστικό που συχνά παραβλέπουμε: την μοναδική ιστορική της συνέχεια ως θεσμού. Στις δυτικές χώρες μπορείς να δεις δημόσια κτίρια που στεγάζουν τους ίδιους οργανισμούς αδιαλείπτως, εδώ και αιώνες. Πανεπιστήμια, τράπεζες, κοινοβούλια, επιμελητήρια. Στην Ελλάδα τα κατεξοχήν κτίρια με αδιάκοπη λειτουργία είναι τα μοναστήρια ή οι εκκλησίες. Δεν είναι απλά τα κτίρια, είναι μία δυναμική σχέση του θεσμού με κάθε πόλη και χωριό, η οποία έχει πρακτικό αντίκτυπο στις ζωές των ανθρώπων: οικονομική βοήθεια, ψυχολογική υποστήριξη, φιλανθρωπικό έργο. Οι άνθρωποι, όσο το κράτος τους προκόβει, ανακαλύπτουν τα παραπάνω σε πιο οργανωμένους θεσμούς με πιο σύγχρονες υποδομές, επιστημονική επάρκεια και εξειδίκευση. Αν θέλει η εκκλησία να διατηρήσει τη δυναμική της σχέση με την κοινωνία, πρέπει να δώσει μοντέρνες απαντήσεις στα ζητήματα για τα οποία οι άνθρωποι έχουν πια πάψει να ζητάνε τη βοήθεια της. Πρέπει δηλαδή να ανταγωνιστεί σε υποδομές, επάρκεια και εξειδίκευση τις κρατικές ή ιδιωτικές δομές υποστήριξης των συνανθρώπων μας.
Δυστυχώς η εκκλησία, παρά το διαπιστωμένο έργο της σε αυτούς τους τομείς, πάσχει από την εξαιρετικά παρωχημένη νοοτροπία της, η οποία τόσο εύγλωττα, σε δραματικούς τόνους, αντικατοπτρίζεται στην ηγεσία της. Δεν είναι οι κατά τόπους ιερείς, αλλά η κορυφή της εκκλησίας που υποστηρίζει εξωφρενικά πράγματα. Δεν εννοώ ότι η ελληνική κοινωνία είναι ιδιαιτέρως προοδευτική, μάλλον το αντίθετο ισχύει. Αλλά, ο συλλογικός μας τόνος είναι διαφορετικός από τις ανοησίες που ακούμε από την κορυφή της ιεραρχίας (να σαπίσουν χέρια υπουργών, φτύστε τους ομοφυλόφιλους, σατανάδες οι Σκοπιανοί).
Όσοι εκφράζουν τέτοιες απόψεις δεν σπέρνουν απλώς το μίσος. Επιπλέον, κατατάσσονται στους ακραίους από τη συλλογική συνείδηση και καταλήγουν αρκετά συχνά να γίνονται περίγελος. Την ίδια στιγμή, η μεγαλύτερη κριτική προς την εκκλησία δεν είναι η έλλειψη ή ο πληθωρισμός δηλώσεων για το Μακεδονικό ή τους ομοφυλόφιλους. Ούτε έχει κανένα νοικοκυριό στις προτεραιότητες του την ύλη των θρησκευτικών στα σχολεία. Ο κόσμος συνήθως επιτίθεται στην εκκλησία, για λόγους αντίστοιχους με εκείνους για τους οποίους δεν συμπαθεί τους πολιτικούς: πιστεύει δηλαδή, με τους ίδιους ισοπεδωτικούς όρους που αντιμετωπίζει συνολικά τα δημόσια πρόσωπα, ότι οι παπάδες έχουν λυμένα τα προβλήματά τους και δεν νοιάζονται για τον κόσμο. Αλήθεια, πιστεύει ο Ιερώνυμος ότι αν διώξει τον Φίλη από την κυβέρνηση (όπως και τελικά έκανε) θα αναβαθμίσει τη σχέση του θεσμού με την κοινωνία; Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της εκκλησίας;
Μία αντίστοιχη ερώτηση, περί ιεράρχησης προβλημάτων, απηύθυναν πριν από λίγες μέρες στον Τζάστιν Γουέλμπι, αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι και πνευματικό ηγέτη της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Τον ρώτησαν ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στον κόσμο. Απάντησε: “Για μένα, εγώ. Για τον κόσμο, η αμαρτία”. Όταν οι έλληνες θρησκευτικοί ηγέτες ξεκινήσουν από την ίδια αφετηρία: παραδεχθούν δηλαδή ότι το πρόβλημα του καθενός μας δεν είναι ο Φίλης ή ο Σκοπιανός, αλλά ο εαυτός μας, τότε ίσως κάνουν το πρώτο βήμα ώστε να αποκαταστήσουν τη σχέση τους με τον κόσμο.
Δημοσιεύθηκε στον Ηπειρωτικό Αγώνα